EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Κύπρος

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής COM(93) 313 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα

Έκθεση της Επιτροπής COM(98) 710 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα

Έκθεση της Επιτροπής COM(1999) 502 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα

Έκθεση της Επιτροπής COM(2000) 702 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα

Έκθεση της Επιτροπής COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1745 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα

Έκθεση της Επιτροπής COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1401 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Στη γνώμη της Επιτροπής, τον Ιούλιο 1993, δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί το επίπεδο εναρμόνισης των εθνικών διατάξεων ως προς το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων.

Στη γνώμη της του Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή διατύπωσε την εκτίμηση ότι έχουν πραγματοποιηθεί πρόοδοι σε ορισμένους τομείς όπως η καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η διακίνηση ναρκωτικών και η παράνομη μετανάστευση. Πρόσθετε ωστόσο ότι απαιτούνται σημαντικές προσπάθειες στους υπόλοιπους τομείς.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 1999 αναφέρονται ορισμένα βήματα προόδου όσον αφορά τη μετανάστευση και την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Αντίθετα, μικρή πρόοδος σημειώθηκε όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία (εναπομένουν προς κύρωση έξι συμβάσεις), τη χορήγηση ασύλου, τις θεωρήσεις και την προστασία των δεδομένων.

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή διαπίστωνε ότι είχαν πραγματοποιηθεί πρόοδοι στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και ποινικές υποθέσεις, καθώς και στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς. Κατά γενικό τρόπο, οι προσπάθειες που καταβλήθηκαν είχαν οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση των διοικητικών διαρθρώσεων. Έπρεπε, εντούτοις, να συνεχιστεί η κατάρτιση για ορισμένους ειδικούς τομείς όπως είναι το προσωπικό που είναι αρμόδιο για τους πρόσφυγες.

Στην έκθεσή της του Νοεμβρίου 2001, η Επιτροπή διαπίστωνε ότι η Κύπρος σημείωσε πρόοδο, ιδίως όσον αφορά την πολιτική μετανάστευσης, τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και την καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 2002 αναγνωρίζεται ότι γενικά, το νομοθετικό πλαίσιο και οι απαιτούμενες διοικητικές δομές έχουν κατά πολύ δημιουργηθεί. Η Κύπρος πρέπει να επικεντρώσει τις μελλοντικές της προσπάθειες στην ολοκλήρωση της ευθυγράμμισης της νομοθεσίας της με το κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και τη βελτίωση των διοικητικών της ικανοτήτων γενικά.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των ευρωπαίων πολιτών προβλέπεται από το άρθρο 14 (πρώην άρθρο 7Α) της συνθήκης, καθώς και από τις διατάξεις που αφορούν την ευρωπαϊκή ιθαγένεια (άρθρο 18, πρώην άρθρο 8Α). Η συνθήκη του Μάαστριχ είχε τοποθετήσει ανάμεσα στα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη την πολιτική ασύλου, τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και τη μεταναστευτική πολιτική. Η συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Μαΐου 1999, περιέλαβε τα εν λόγω ζητήματα στη συνθήκη ΕΚ (άρθρα 61 έως 69), προβλέποντας ωστόσο πενταετή μεταβατική περίοδο πριν εφαρμοσθούν πλήρως οι κοινοτικές διαδικασίες. Απώτερο στόχο αποτελεί η δημιουργία ενός «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» χωρίς έλεγχο των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Παράλληλα, πρέπει να εφαρμοστούν κοινοί κανόνες όσον αφορά τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, τις θεωρήσεις, την πολιτική ασύλου και μετανάστευσης. Το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998 καθορίζει ένα χρονοδιάγραμμα των μέτρων που πρέπει να θεσπισθούν για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων στην προσεχή πενταετία.

Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη τους κοινούς κανόνες στους εν λόγω τομείς χάρη στις συμφωνίες του Σένγκεν, η πρώτη από τις οποίες υπογράφηκε το 1985. Αυτές οι διακυβερνητικές συμφωνίες εντάχθηκαν στο πλαίσιο της ΕE μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ και αποτελούν πλέον μέρος του κοινοτικού κεκτημένου το οποίο πρέπει να υιοθετήσουν οι υποψήφιες χώρες.

Η πολιτική ασύλου

Η ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου, που αποτελεί θέμα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη μετά από την εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχ, βασίζεται ουσιαστικά σε μέσα χωρίς νομική ισχύ όπως, παραδείγματος χάρη, τα ψηφίσματα του Λονδίνου του 1992 για τις εμφανώς αβάσιμες αιτήσεις παροχής ασύλου και η αρχή της «τρίτης χώρας υποδοχής», ή σε διεθνείς συμβάσεις όπως η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών του Σένγκεν, τα κράτη μέλη υπέγραψαν στις 15 Ιουνίου 1990 τη Σύμβαση του Δουβλίνου, η οποία άρχισε να ισχύει την 1η Σεπτεμβρίου του 1997, σχετικά με τον καθορισμό του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης ασύλου, η οποία υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το εν λόγω ζήτημα δεν είχε ρυθμιστεί από τη Σύμβαση της Γενεύης. Στη συνέχεια, εγκρίθηκαν διάφορα μέτρα εφαρμογής από την επιτροπή που συστάθηκε από τη σύμβαση αυτή.

Εκτός από το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 της Επιτροπής και του Συμβουλίου, απαιτείται συνολική στρατηγική. Το Συμβούλιο δημιούργησε, συνεπώς, ομάδα έργου για το άσυλο και τη μετανάστευση προκειμένου να καλυφθεί η ανάγκη αυτή.

Η πολιτική μετανάστευσης

Θέμα κοινού ενδιαφέροντος μετά από τη συνθήκη του Μάαστριχ που εμπίπτει στο πεδίο της διακυβερνητικής συνεργασίας στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων, δεν υφίσταται ακόμη ως ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν έχει θεσπισθεί κανένας κανόνας όσον αφορά την είσοδο στο έδαφος και τη διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών. Εντούτοις, το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 προβλέπει την έγκριση ειδικών μέτρων στον εν λόγω τομέα.

Η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις

Λίγα μέτρα έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτόν, στον οποίο η ΕΕ μπορεί να ενεργήσει μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ. Το σημαντικότερο, μέχρι σήμερα, είναι η Σύμβαση για την επίδοση και κοινοποίηση δικαστικών πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις στην ΕΕ. Τα κυριότερα μέσα που διευκολύνουν τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις καταρτίστηκαν σε διεθνές επίπεδο (συμβάσεις των Βρυξελλών (esdeenfr) και της Ρώμης, για παράδειγμα).

Η θέσπιση νέων κανόνων προβλέπεται επίσης από το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου του 1998 του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

Αστυνομική, τελωνειακή και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

Το κεκτημένο στους εν λόγω τομείς απορρέει κυρίως από το πλαίσιο συνεργασίας που έχει οριστεί στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή « τρίτο πυλώνα ». Η συνθήκη του Άμστερνταμ τροποποίησε τις σχετικές δικαστικές διατάξεις. Εφεξής, ο τίτλος VI αφορά κυρίως την αστυνομική συνεργασία, την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, την καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, την καταπολέμηση της δωροδοκίας και της απάτης, τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις και την τελωνειακή συνεργασία. Διατηρεί τις ίδιες διακυβερνητικές διαδικασίες που θεσπίστηκαν με τη συνθήκη του Μάαστριχ το 1993.

Το κεκτημένο σε θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων προϋποθέτει υψηλό βαθμό ουσιαστικής συνεργασίας των διοικήσεων, καθώς και τη θέσπιση ρυθμίσεων και την εφαρμογή τους. Για τον σκοπό αυτό, χρηματοδοτήθηκε μεταξύ 1996 και 1998 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο της Ευρώπης το πρώτο πρόγραμμα «Octopus». Στόχος του «Octopus ΙΙ» (1999-2000) είναι να διευκολύνει την έγκριση νέων νομοθετικών και συνταγματικών μέτρων από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και από ορισμένα Νέα Ανεξάρτητα Κράτη, κατά το πρότυπο των κανόνων που ισχύουν στην ΕΕ, με την παροχή κατάρτισης και συνδρομής σε όλους τους αρμοδίους για την καταπολέμηση της δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος. Εξάλλου, στις 28 Μαΐου 1998 υπογράφηκε σύμφωνο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος μεταξύ ΕΕ και των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ).

Στο εσωτερικό της Ένωσης, το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 3ης Δεκεμβρίου 1998 αναφέρει τα διάφορα μέτρα που θα πρέπει να εγκριθούν βραχυπρόθεσμα (εντός διετίας) και μεσοπρόθεσμα (εντός πενταετίας) για τη δημιουργία πραγματικού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Μεταξύ αυτών, σημειώνεται η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Europol), η οργάνωση των σχέσεων μεταξύ της εν λόγω υπηρεσίας και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, η ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν σε θέματα αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας και η οργάνωση της συλλογής και της αποθήκευσης των αναγκαίων πληροφοριών όσον αφορά τη διασυνοριακή εγκληματικότητα.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Θεσπίζεται το νομοθετικό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η Κύπρος κύρωσε τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης διαχείρισης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η σύμφωνη εθνική νομοθεσία άρχισε να ισχύει τον Νοέμβριο 2001.

Όσον αφορά την πολιτική στον τομέα των θεωρήσεων εισόδου, η νομοθεσία της Κύπρου είναι σε μεγάλο βαθμό σύμφωνη με το κεκτημένο της Ένωσης. Η χορήγηση θεωρήσεων στα σύνορα καταργήθηκε. Σήμερα η υποχρέωση προσκόμισης θεώρησης εισόδου ισχύει μόνο για τους υπηκόους επτά χωρών. Ωστόσο λόγω της αύξησης του φόρτου εργασίας για την χορήγηση θεωρήσεων εισόδου, θα πρέπει να καταβληθούν επιπλέον προσπάθειες στον τομέα αυτό.

Θα πρέπει να επισημανθούν οι προσπάθειες όσον αφορά την εφαρμογή σχεδίου δράσης του Σένγκεν, που εγκρίθηκε τον Μάιο 2001, καθώς και οι προπαρασκευαστικές ενέργειες για την συμμετοχή στο σύστημα πληροφόρησης του Σένγκεν (SIS II). Αλλά η εφαρμογή του SIS II καθυστερεί ακόμα λόγω της τροποποίησης του συστήματος. Τίθενται σε εφαρμογή τα μέτρα στο σχέδιο δράσης που έχουν ως στόχο τον εκσυγχρονισμό των εξοπλισμών για τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων.

Όσον αφορά τη μετανάστευση, ο νόμος περί αλλοδαπών τροποποιήθηκε τον Μάρτιο του 2001. Κατά τη διάρκεια του 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε αρκετές αποφάσεις σχετικά με διάφορα θέματα, ιδίως: τους ασυνόδευτους ανηλίκους, την απέλαση λαθρομεταναστών υπηκόων τρίτων χωρών και την ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα μετανάστευσης. Άλλωστε, τον Ιούλιο του 2001, το Κοινοβούλιο ενέκρινε κανονισμό για την έννοια της οικογενειακής επανένωσης. Μια άλλη ευθυγράμμιση προς το κεκτημένο πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο 2001, στον τομέα της αποδοχής των υπηκόων τρίτων χωρών για σπουδές ή για την άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας. Τον Ιούνιο 2002,οι ρυθμίσεις σχετικά με τους αλλοδαπούς και τη μετανάστευση τροποποιήθηκαν ώστε να υιοθετηθούν πρακτικές που ακολουθούν τα άλλα κράτη μέλη όσον αφορά την απέλαση.

Στον τομέα του ασύλου επισημαίνεται μια κάποια πρόοδος. Εγκρίθηκε η τροποποίηση του νόμου για τους πρόσφυγες. Η αρχή της μη απέλασης διασφαλίζεται από το νόμο για το δικαίωμα ασύλου του 2000, με τις τροποποιήσεις που εγκρίθηκαν το 2002 καθώς και με το κυπριακό σύνταγμα. Το διοικητικό δυναμικό ενισχύθηκε εν μέρει με τη δημιουργία Υπηρεσίας Προσφύγων, τον Οκτώβριο 2000, που άρχισε να λειτουργεί τον Ιανουάριο 2002.

Όσον αφορά την αστυνομική συνεργασία και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, στην έκθεση του 2002 διαπιστώνεται ότι η Κύπρος πρέπει να καθορίσει σφαιρική στρατηγική καταπολέμησης των νέων μορφών οργανωμένου εγκλήματος και παραβάσεων. Η χώρα υπέγραψε αλλά δεν κύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 2000 κατά της διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας (Σύμβαση του Παλέρμου) και τα τρία πρωτόκολλά της. Επίσης, η Κύπρος πρέπει να κυρώσει τη Σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις και να τροποποιήσει το νόμο που αφορά την αγορά και κατοχή όπλων.

Άλλες σημαντικές συμβάσεις κυρώθηκαν, ιδίως:

  • η Διεθνής Σύμβαση του 1997 για την καταστολή των τρομοκρατικών βομβιστικών ενεργειών·
  • η Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Εξάλλου, το Νοέμβριο του 2000 ορίστηκαν τα κέντρα συντονισμού και οι επιτροπές που είναι αρμόδιες για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος.

Χάρη σε τροποποίηση του ποινικού κώδικα, που άρχισε να ισχύει τον Μάρτιο 2002, η Κύπρος ευθυγράμμισε τη νομοθεσία της με την κοινή δράση του 1998 σχετικά με την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση.

Γενικά, η κυπριακή νομοθεσία στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης και της διαφθοράς είναι σύμφωνη με το κεκτημένο. Η Ποινική Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά άρχισε να ισχύει τον Ιούλιο 2002 ενώ η κύρωση της Αστικής Σύμβασης για τη διαφθορά, που υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 1999 δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση της απάτης που διαπράττεται εις βάρος των κοινοτικών οικονομικών συμφερόντων.

Τον Μάρτιο του 2001, η Κύπρος τροποποίησε το νόμο για τα ναρκωτικά του 1977, προκειμένου να εναρμονίσει τη νομοθεσία της με το κεκτημένο όσον αφορά τις πρόδρομες ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ναρκωτικών. Η Κύπρος πρέπει να εντατικοποιήσει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες για τη συμμετοχή στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πληροφοριών για τα Ναρκωτικά και την Τοξικομανία (REITOX). Εξάλλου, η χώρα έχει υποβάλει αίτηση συμμετοχής στο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο ναρκωτικών και τοξικομανίας. Η συμμετοχή αυτή απαιτεί τη συγκέντρωση των πληροφοριών μέσω της δημιουργίας ενός εστιακού εθνικού σημείου και της χάραξης εθνικής στρατηγικής για την καταπολέμηση των ναρκωτικών.

Ο νόμος για τη νομιμοποίηση παρανόμων προσόδων τροποποιήθηκε τον Νοέμβριο 2000 και παρέχει αποτελεσματικά μέσα. Από το 1997 υπάρχει μια μονάδα που έχει αναλάβει την καταπολέμηση της νομιμοποίησης παρανόμων προσόδων (ΜΟΚΑS). Επιπλέον η Κύπρος διατηρεί συνεργασία σε διεθνές επίπεδο στον τομέα της νομιμοποίησης κεφαλαίων.

Όσον αφορά την τελωνειακή συνεργασία, σημειώθηκε πρόοδος τόσο στο επίπεδο των ανθρώπινων πόρων (αναδιοργάνωση και εντατικοποίηση της κατάρτισης του προσωπικού) όσο και στο επίπεδο των τεχνικών ικανοτήτων (νέος εξοπλισμός, μηχανοργάνωση της διεύθυνσης τελωνείων). Ενόψει της προσχώρησης της Κύπρου στη Σύμβαση για την αμοιβαία συνδρομή και τη συνεργασία μεταξύ των τελωνειακών διοικητικών υπηρεσιών, χρειάζεται ωστόσο η χώρα να καταβάλει επιπλέον προσπάθειες για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των τελωνειακών ελέγχων.

Γενικά η διεύθυνση τελωνείων έχει αναπτύξει στενή συνεργασία με τις τελωνειακές υπηρεσίες των κρατών μελών. Τον Δεκέμβριο 2001, η Κύπρος κύρωσε το πρωτόκολλο για την αμοιβαία διοικητική συνδρομή σε τελωνειακές υποθέσεις μεταξύ της Κύπρου και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Οι περισσότερες από τις σχετικές με τη δικαστική συνεργασία σε αστικές και ποινικές υποθέσεις συμβάσεις έχουν ήδη υπογραφεί. Τον Φεβρουάριο του 2001, η Κύπρος θέσπισε την αναγκαία νομοθεσία για την εφαρμογή της ευρωπαϊκής σύμβασης σχετικά με την αμοιβαία δικαστική συνδρομή. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τη διαβίβαση των κατασταλτικών διαδικασιών άρχισε να ισχύει τον Μάρτιο του 2002. Ωστόσο, η χώρα πρέπει κυρίως να εξασφαλίσει την εφαρμογή των κοινοτικών μέσων για την αμοιβαία αναγνώριση και την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων.

Με την κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των προσώπων κατά της αυτοματοποιημένης διαχείρισης των στοιχείων προσωπικού χαρακτήρα, η Κύπρος κύρωσε όλες τις νομικές πράξεις που αναφέρονται στα δικαιώματα του ανθρώπου στο πλαίσιο του κεκτημένου στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 12.11.2002

Top