EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

ΣΕB: κατάσταση προόδου τον Μάρτιο του 2003

Η σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (ΣΕB) είναι μια μεταδοτική και θανατηφόρα νευροεκφυλιστική ασθένεια της ομάδας των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) η οποία προσβάλλει τον εγκέφαλο των βοοειδών. Έχουν υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες για την εξήγηση της εμφάνισης του παθογόνου παράγοντα, όπως η αυτογενής παρουσία του στα βοοειδή, τα σφάγια των οποίων διοχετεύθηκαν, στη συνέχεια, στη διατροφική αλυσίδα, ή η είσοδός του στη διατροφική αλυσίδα μέσω των σφαγίων προβάτων που έπασχαν από μια παρόμοια ασθένεια, την τρομώδη νόσο.

Η «νόσος των τρελών αγελάδων», που εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1986, έλαβε διαστάσεις επιδημίας και στη συνέχεια εξελίχθηκε σε πραγματικό πρόβλημα δημόσιας υγείας όταν ανακαλύφθηκε ο πιθανός δεσμός μεταξύ της ΣΕΒ και της ανθρώπινης παραλλαγής της, της νόσου Creutzfeldt-Jakob, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1996. Μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 2003 είχαν καταγραφεί 151 επιβεβαιωμένα ή ύποπτα περιστατικά στην Ένωση, συνήθως σε άτομα νεαρής ηλικίας. Τα περισσότερα από τα περιστατικά αυτά εμφανίστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο (143), και μερικά στη Γαλλία (6), στην Ιρλανδία (1) και στην Ιταλία (1). Χωρίς αμφιβολία, η ασθένεια αυτή κλόνισε ισχυρά την εμπιστοσύνη των καταναλωτών και κατέδειξε τα όρια του κοινοτικού νομοθετικού πλαισίου.

Από το 1997, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ασχολήθηκε με την πλήρη αναμόρφωση της νομοθεσίας στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων. Συγκεκριμένα, η Γενική Διεύθυνση «Υγεία και προστασία των καταναλωτών» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι αρμόδια, από το Σεπτέμβριο του 1999, για μέτρα που έχουν στόχο την προστασία της δημόσιας υγείας και την εγγύηση της ασφάλειας των τροφίμων.

Η σημερινή κατάσταση

Από την αρχή της δεκαετίας του '90, η κοινοτική πολιτική στον τομέα των κτηνιατρικών ελέγχων αντιμετωπίζει με όλο και μεγαλύτερη προσοχή την εμφάνιση των πρώτων κρουσμάτων ΣΕΒ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει λάβει πολλά επείγοντα μέτρα για να εμποδίσει τη διάδοση της νόσου στα άλλα κράτη μέλη. Απαγόρευσε όλες τις εξαγωγές βοοειδών και προϊόντων με βάση το βόειο κρέας από το Ηνωμένο Βασίλειο και επέβαλε τη συστηματική καταστροφή των αγελών στις οποίες σημειώθηκε κρούσμα ΣΕΒ. Από τον Ιανουάριο του 2001, επικρατεί απόλυτη απαγόρευση της χρησιμοποίησης «ζωικών αλεύρων» στη διατροφή των ζώων σε όλο το έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σήμερα, παρά την εμφάνιση νέων κρουσμάτων της νόσου λόγω της συστηματοποίησης των ελέγχων, η κρίση της ΣΕΒ έχει σαφώς αρχίσει να υποχωρεί. Ο αριθμός των κρουσμάτων ΣΕΒ που έχουν διαγνωστεί (EN) (πάνω από 182.000 κρούσματα, από το 1986, στο Ηνωμένο Βασίλειο, και πάνω από 3.800 σε άλλες χώρες, από τις οποίες οι 13 είναι κράτη μέλη) μειώνεται συνεχώς, κυρίως χάρη στη βελτίωση της κατάστασης στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε μερικά κράτη μέλη, ο αριθμός αυτός έχει αντιθέτως αυξηθεί λόγω της συστηματοποίησης των διαγνωστικών εξετάσεων από τον Ιούλιο του 2001. Δεν είναι, άραγε, προτιμότερη η διάγνωση μερικών περιστατικών στις χώρες που εφαρμόζουν ενεργό επιτήρηση, απ' ό,τι η έλλειψη κοινοποίησης των κρουσμάτων στις χώρες όπου η επιτήρηση παρουσιάζει κενά; Η Γαλλία, εξάλλου, είναι το τελευταίο από τα 15 κράτη μέλη που σταμάτησε τον αποκλεισμό του βρετανικού βοείου κρέατος από την αγορά· οι εξαγωγές αυτές επιτρέπονται εκ νέου από τον Αύγουστο του 1999 στο πλαίσιο του συστήματος DBES (Date Based Exportation System) που βασίζεται στην ημερομηνία.

Στον τομέα του κοινοτικού δικαίου, η δέσμη μέτρων που είχε ληφθεί κατεπειγόντως έδωσε τη θέση της σε μια βασική νομοθεσία που ενισχύει τους κανόνες πρόληψης, ελέγχου και εξάλειψης όλων των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ). Αυτός είναι ο ρόλος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ο οποίος, ορίζοντας σαφείς και ενιαίους κανόνες σε όλα τα στάδια της διατροφικής αλυσίδας, αναμένεται να δώσει στους επαγγελματίες και στους καταναλωτές τη δυνατότητα να ατενίζουν το μέλλον με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. Χωρίς αμφιβολία, μετά τις πρόσφατες διευρύνσεις και την υιοθέτηση του κοινοτικού κεκτημένου, καθώς και με την προοπτική μελλοντικών διευρύνσεων, ο νέος αυτός κανονισμός προορίζεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στον τομέα της υγείας των ζώων.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που εγκρίθηκε τον Μάιο του 2001 [Επίσημη Εφημερίδα L147, 31.05.2001], αποτελεί στο εξής τη θεμελιώδη νομική βάση για κάθε νομοθετικό κείμενο σχετικά με τη ΣΕΒ. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές της ασφάλειας των τροφίμων, ο κανονισμός παγιώνει μια νομοθεσία που ήταν προηγουμένως διασκορπισμένη λόγω του τομεακού της χαρακτήρα, και στηρίζεται στις πιο πρόσφατες επιστημονικές γνώμες και στις συστάσεις των αρμόδιων διεθνών οργανισμών (Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας, Οργανισμός Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών). Δεδομένης της σοβαρότητας της κρίσης της ΣΕΒ, ο κανονισμός θεμελιώνεται στον Τίτλο 152 «Δημόσια υγεία» της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ορίζει μέτρα πρόληψης, ελέγχου και εξάλειψης των μεταδοτικών σπογγωδών εγκεφαλοπαθειών (ΜΣΕ) στα βοοειδή, στα αιγοπρόβατα και στα χοιροειδή.

Ο κανονισμός ορίζει, συγκεκριμένα, τα εξής:

  • τη διαδικασία, τα κριτήρια και τις κατηγορίες που επιτρέπουν τον καθορισμό της κατάστασης των κρατών μελών και των τρίτων χωρών σε ό,τι αφορά τη ΣΕΒ·
  • τη φύση και την επεξεργασία των ειδικών υλικών κινδύνου (ΕΥΚ)·
  • το σύστημα ενεργού επιτήρησης·
  • τις απαγορεύσεις στον τομέα της διατροφής των ζώων.

Ταξινόμηση των κρατών μελών σε ό,τι αφορά τη ΣΕΒ

Με πρωτοβουλία της Επιτροπής, η Επιστημονική Συντονιστική Επιτροπή (ΕΣΕ) της Ένωσης πραγματοποίησε «αξιολόγηση του γεωγραφικού κινδύνου» της κατάστασης σε ό,τι αφορά την ΣΕΒ στα κράτη μέλη της Ένωσης και στις τρίτες χώρες. Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την πραγματοποίηση αυτής της αξιολόγησης -που διήρκεσε πάνω από 2 χρόνια- θεμελιώνεται στους φακέλους που υπέβαλαν οι ενδιαφερόμενες χώρες ανταποκρινόμενες σε σύσταση της Επιτροπής το 1998. Η σύσταση αυτή ορίζει τις απαιτούμενες πληροφορίες για την εκτέλεση της αξιολόγησης. Πρόκειται, συγκεκριμένα, για τις εισαγωγές βοοειδών, κρεατοστεαλεύρων (ΓΤΚΘ) που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες χώρες στις οποίες έχουν υπάρξει κρούσματα ΣΕΒ, για τα πρότυπα μεταποίησης των ζωικών υποπροϊόντων, τη χρησιμοποίηση ειδικών υλικών κινδύνου (ΕΥΚ) και τη χρησιμοποίηση κρεατοστεαλεύρων στη διατροφή των μηρυκαστικών.

Η EΣΕ καθόρισε τέσσερις κατηγορίες με βάση τη γεωγραφική αξιολόγηση των κινδύνων:

  • Επίπεδο I: χώρες όπου η εμφάνιση της ΣΕΒ είναι ιδιαίτερα απίθανη·
  • Επίπεδο II: χώρες όπου η εμφάνιση της ΣΕΒ είναι απίθανη, αλλά δεν αποκλείεται·
  • Επίπεδο III: χώρες όπου η εμφάνιση της ΣΕΒ είναι πιθανή αλλά δεν επιβεβαιώνεται, ή επιβεβαιώνεται μεν, αλλά με χαμηλή επίπτωση·
  • Επίπεδο IV: χώρες όπου επιβεβαιώνεται η εμφάνιση της ΣΕΒ με υψηλή επίπτωση.

Η ΕΣΕ έχει αξιολογήσει, ή εξακολουθεί να αξιολογεί, την κατάσταση των τρίτων χωρών στο ζήτημα του γεωγραφικού κινδύνου από τη ΣΕΒ, σαν να επρόκειτο για κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτός ο γεωγραφικός κίνδυνος της ΣΕΒ αποτελεί τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα που επιτρέπει να καθοριστεί το επίπεδο της απαιτούμενης προστασίας. Μέχρι σήμερα, η ύπαρξη της ΣΕΒ θεωρείτο ιδιαίτερα απίθανη στις εξής 17 τρίτες χώρες: Αργεντινή, Αυστραλία, Μποτσουάνα, Βραζιλία, Χιλή, Κόστα Ρίκα, Ισλανδία, Ναμίμπια, Νικαράγουα, τα γαλλικά εδάφη της Νέας Καληδονίας, Νέα Ζηλανδία, Παναμάς, Παραγουάη, Ελ Σαλβαδόρ, Σιγκαπούρη, Σουαζιλάνδη, Ουρουγουάη, Βανουάτου. Κατά συνέπεια, στις χώρες αυτές δεν έχει επιβληθεί κανένας περιορισμός. Σήμερα, κανένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαθέτει παρόμοιο καθεστώς. Οι κανόνες της ΠΟΥ, εξάλλου, τηρούνται στο μέτρο που η Ενωση κοινοποιεί τα μέτρα της σχετικά με την ΣΕΒ στις τρίτες χώρες.

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2001, προβλέπει την ταξινόμηση των χωρών σε πέντε κατηγορίες σε σχέση με την ΣΕΒ, ανάλογα με τον ισχύοντα κώδικα της ΔΓΕ. Επί του παρόντος, η Επιτροπή διενεργεί αυτή την ταξινόμηση, η οποία περιλαμβάνει δύο στάδια: μια πρώτη αξιολόγηση των κινδύνων συνεκτιμώντας ειδικούς παράγοντες που ορίζονται εκ των προτέρων, και μια δεύτερη αξιολόγηση με βάση συμπληρωματικά κριτήρια. Σε αναμονή του καθορισμού της κατάστασης σχετικά με την ΣΕΒ, εφαρμόζονται μεταβατικά μέτρα έως τον Ιούλιο του 2003. Τα μέτρα αυτά θεμελιώνονται στην κλασική αξιολόγηση των γεωγραφικών κινδύνων από τη ΣΕΒ όπως αυτή εφαρμόζεται από την Επιστημονική Συντονιστική Επιτροπή.

Ειδικά υλικά κινδύνου (ΕΥΚ)

Πολύ γρήγορα, οι επιστήμονες κατέληξαν στην ιδέα ότι ορισμένοι ιστοί ήταν ιδιαίτερα πιθανό να μεταφέρουν τον παθογόνο παράγοντα -το πριόν- και επομένως να μεταδώσουν την ΣΕΒ. Η συστηματική τους απομάκρυνση από την ανθρώπινη και τη ζωική διατροφική αλυσίδα φαίνεται ότι συνεπάγεται αισθητή μείωση του κινδύνου μετάδοσης της νόσου.

Από τον Απρίλιο του 1996, μια ομάδα εμπειρογνωμόνων που συνεδρίασε στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας (ΠΟΥ) συνέστησε όλα τα ζώα -καθώς και τα σχετικά προϊόντα ζωικής προέλευσης- που παρουσίασαν συμπτώματα μεταδοτικής σπογγώδους εγκεφαλοπάθειας, να αποκλείονται από την ανθρώπινη και τη ζωική διατροφική αλυσίδα. Την ίδια χρονιά, η Κτηνιατρική Επιστημονική Επιτροπή (ΚΕΕ) συνέστησε επίσης, με βάση την αρχή της προφύλαξης, οι εν λόγω ιστοί ή «ειδικά υλικά κινδύνου» (ΕΥΚ) να απομακρύνονται συστηματικά και να καταστρέφονται έτσι ώστε να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος ανακύκλωσης των παραγόντων της ΜΣΕ.

Τα ΕΥΚ αποτελούν, σήμερα, το αντικείμενο μεταβατικών μέτρων. Τα μέτρα αυτά εφαρμόζονται μέχρις ότου εγκριθεί κοινοτική απόφαση σχετικά με την ταξινόμηση της σχετικής χώρας από την άποψη της ΣΕΒ. Πέρα από την κατάρτιση διαδικασιών για την απομάκρυνση των ειδικών υλικών κινδύνου, ο κανονισμός (ΕΚ) 999/2001 ορίζει την ειδική τους φύση:

  • το κρανίο εκτός από την κάτω γνάθο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές, η σπονδυλική στήλη εκτός από τους σπονδύλους της ουράς, οι εγκάρσιες αποφύσεις των οσφυϊκών και των θωρακικών σπονδύλων και οι πτέρυγες του ιερού, αλλά συμπεριλαμβανομένων των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας και του νωτιαίου μυελού των βοοειδών ηλικίας άνω των 12 μηνών, καθώς και τα έντερα από το δωδεκαδάκτυλο έως το ορθό και το μεσεντέριο των βοοειδών οποιασδήποτε ηλικίας·
  • το κρανίο, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου και των οφθαλμών, οι αμυγδαλές και ο νωτιαίος μυελός αιγοπροβάτων ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων και η σπλήνα και ο ειλεός αιγοπροβάτων οποιασδήποτε ηλικίας.

Πέρα από τα ΕΥΚ που απαριθμήθηκαν ανωτέρω, ως ειδικά υλικά κινδύνου θεωρούνται και οι εξής ιστοί από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία (εξαιρουμένης της αυτόνομης περιοχής των Αζόρων): ολόκληρο το κεφάλι εκτός από τη γλώσσα, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, των οφθαλμών, των γαγγλίων του τριδύμου και των αμυγδαλών· ο θύμος αδένας, η σπλήνα και ο νωτιαίος μυελός βοοειδών ηλικίας άνω των έξι μηνών.

Προβλέπεται η πιθανότητα παρέκκλισης για τη χρήση της σπονδυλικής στήλης και των γαγγλίων της ραχιαίας ρίζας που προέρχονται από βοοειδή τα οποία γεννήθηκαν, εκτράφηκαν και εσφάγησαν στα κράτη μέλη όπου οι επιστημονικές αξιολογήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η εμφάνιση της ΣΕΒ είναι ιδιαίτερα απίθανη Το ίδιο ισχύει για τα βοοειδή που γεννήθηκαν ύστερα από την ουσιαστική απαγόρευση της διατροφής των μηρυκαστικών με πρωτεΐνες από θηλαστικά και οι οποίες προέρχονται από κράτη μέλη όπου έχουν δηλωθεί κρούσματα ΣΕΒ. Για να επωφεληθούν από αυτή την παρέκκλιση, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πορτογαλία και η Σουηδία πρέπει να υποβάλουν επιστημονικές αποδείξεις. Η παρέκκλιση δεν ισχύει για τα βοοειδή άνω των 30 μηνών τα οποία προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Πορτογαλία (εκτός από τις Αζόρες).

Τα οστά βοοειδών και αιγοπροβάτων δεν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή κρέατος διαχωρισμένου μηχανικά. Το κρέας της κεφαλής και η σπονδυλική στήλη των βοοειδών άνω των 12 μηνών καθώς και η γλώσσα των βοοειδών κάθε ηλικίας συλλέγονται σύμφωνα με ειδικές μεθόδους.

Τα ειδικά υλικά κινδύνου αποσύρονται από τα σφαγεία, από τις εγκαταστάσεις κοπής για την σπονδυλική στήλη βοοειδών και, ενδεχομένως, από τις εγκεκριμένες εγκαταστάσεις που περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΚ) 1774/2002 σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Αμέσως μετά την αφαίρεσή τους, όλα τα ειδικά υλικά κινδύνου ή τα παράγωγα προϊόντα τους βάφονται με χρωστική ουσία ή επισημαίνονται με μαρκαδόρο. Χρησιμοποιούνται και καταστρέφονται σύμφωνα με τις μεθόδους τις οποίες καθορίζει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002. Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε συχνούς επίσημους ελέγχους για την εξακρίβωση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών και μεριμνούν για τη λήψη μέτρων για την αποτροπή της μόλυνσης του συνόλου του κλάδου.

Σύστημα ενεργού επιτήρησης

Η περίοδος επώασης της ΣΕΒ είναι περίπου τέσσερα έως πέντε χρόνια. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, τα βοοειδή που εκτίθενται στο νοσογόνο παράγοντα δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα. Για να παρακολουθείται χρονικά η εξέλιξη της επιδημίας, επομένως, είναι αναγκαίο ένα σύστημα ενεργού επιτήρησης. Έτσι, η Επιτροπή εγκρίνει και υποστηρίζει οικονομικά τα εθνικά προγράμματα επιτήρησης των ΜΣΕ και της τρομώδους νόσου καθώς και τις ειδικές ενέργειες (αγορά σετ ταχείας διάγνωσης, σφαγή, γονιδιακή αποτύπωση) στα κράτη μέλη καθώς και στην Κύπρο, την Εσθονία, τη Μάλτα και τη Σλοβενία.

Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει ετήσιο πρόγραμμα επιτήρησης της ΣΕΒ και της τρομώδους νόσου το οποίο περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα διάγνωσης με ταχείες εξετάσεις. Στο Παράρτημα ΙΙΙ αναλύεται το σύστημα επιτήρησης που πρέπει να εφαρμόζεται για τις δύο αυτές νόσους. Πέρα από τους υποχρεωτικούς ελέγχους για όλα τα ζώα που παρουσιάζουν συμπτώματα τα οποία δημιουργούν υπόνοιες για ΜΣΕ, είναι υποχρεωτική η ταχεία εξέταση μετά τη σφαγή για:

  • κάθε βοοειδές άνω των 24 μηνών, που προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και υποβάλλεται σε επείγουσα σφαγή·
  • κάθε βοοειδές άνω των 30 μηνών, που υποβάλλεται σε συνήθη σφαγή για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή στο πλαίσιο μιας εκστρατείας εξάλειψης της ΣΕΒ·Η Σουηδία μπορεί να παρεκκλίνει από αυτό τον κανόνα και να πραγματοποιεί εξετάσεις μόνο επί τυχαίου δείγματος ζώων.
  • κάθε βοοειδές άνω των 24 μηνών, που δεν προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο και το οποίο απέθανε ή υποβλήθηκε σε σφαγή, όχι όμως στο πλαίσιο μιας επιδημίας όπως ο αφθώδης πυρετός·Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από αυτές τις διατάξεις στις απομακρυσμένες περιοχές στις οποίες η πυκνότητα των ζώων είναι χαμηλή και η συλλογή των νεκρών ζώων δεν εξασφαλίζεται. Πληροφορούν σχετικά την Επιτροπή. Η παρέκκλιση δεν είναι δυνατόν να αφορά πάνω από 10 % του πληθυσμού βοοειδών του συγκεκριμένου κράτους.
  • όλα τα βοοειδή που υπόκεινται σε επείγουσα σφαγή ή έχουν δηλωθεί ως ασθενή κατόπιν επιθεώρησης προ της σφαγής·
  • όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 42 μηνών, που γεννήθηκαν μετά την 1η Αυγούστου 1996·
  • ένα τυχαίο δείγμα που περιλαμβάνει τουλάχιστον 10.000 βοοειδή κατ' έτος·
  • όλα τα αιγοπρόβατα, που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο, ηλικίας άνω των 18 μηνών ή των οποίων δύο μόνιμοι κοπτήρες έχουν ανατείλει μέσω των ούλων, και απέθαναν ή υποβλήθηκαν σε σφαγή, όχι όμως στο πλαίσιο μιας εκστρατείας εξάλειψης·Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε δοκιμές ανίχνευσης βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος το οποίο ευνοεί τις δοκιμές σε ζώα που πέθαναν στο αγρόκτημα
  • από την 1η Οκτωβρίου 2003, τα ζώα ηλικίας άνω των 12 μηνών ή των οποίων ένας μόνιμος κοπτήρας έχει ανατείλει μέσω των ούλων, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος·
  • κάθε άλλο ζώο.Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν προγράμματα επιτήρησης για τα ζώα που χρησιμοποιούνται για γαλακτοπαραγωγή, για τα ζώα που προέρχονται από αγέλες μολυσμένες με ΜΣΕ ή γεννήθηκαν από μολυσμένα θηλυκά ζώα ή είναι απόγονοι μολυσμένων θηλυκών ζώων, καθότι τα ζώα αυτά έχουν καταναλώσει ενδεχομένως μολυσμένα τρόφιμα.

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή ετήσια έκθεση που περιλαμβάνει ιδίως πληροφορίες για τον αριθμό των ύποπτων περιστατικών ανά ζωικό είδος για τα οποία ισχύει περιορισμός μετακίνησης.

Συνολικά, το 2001 ελέγχθηκαν πάνω από 8,5 εκατ. βοοειδή, και το 2002 περισσότερα από 10 εκατομμύρια. Η Επιτροπή συγχρηματοδοτεί τώρα το πρόγραμμα εξετάσεων με ποσό 10,5 ευρώ ανά εξέταση. Συμπληρωματικές πληροφορίες για τον αριθμό των εξετάσεων που έχουν πραγματοποιηθεί (EN) και τον αριθμό περιστατικών που έχουν διαγνωστεί υπάρχουν στο δικτυακό τόπο «Ασφάλεια των τροφίμων» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Απαγορεύσεις στον τομέα της διατροφής των ζώων

Πολύ σύντομα μετά την εμφάνιση της ΣΕΒ, οι βρετανοί επιστήμονες υποψιάστηκαν ότι η διάδοση της επιζωοτίας οφειλόταν στη διατροφή των βοοειδών με κρεατοστεάλευρα. Από τον Ιούλιο του 1988, το Ηνωμένο Βασίλειο απαγορεύει τη χρησιμοποίηση πρωτεϊνών που προέρχονται από θηλαστικά στη διατροφή των μηρυκαστικών. Η απαγόρευση αυτή επιβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούνιο του 1994, ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε η πρώτη σχετική κοινοτική απόφαση [Απόφαση 94/381/ΕΚ που καταργήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1326/2001].

Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 999/2001 ορίζει μέτρα σχετικά με τη διατροφή των ζώων και επαναλαμβάνει την απαγόρευση χρησιμοποίησης ζωικών πρωτεϊνών και ζωοτροφών που περιέχουν τέτοιου είδους πρωτεϊνών στη διατροφή των μηρυκαστικών. Στη διατροφή ζώων εκτροφής με εξαίρεση τα σαρκοφάγα γουνοφόρα ζώα, απαγορεύεται η χρήση μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών, ζελατίνης προερχόμενης από μηρυκαστικά, προϊόντων αίματος, πρωτεϊνών που έχουν υποστεί υδρόλυση, όξινου και μη όξινου φωσφορικού ασβεστίου ζωικής προέλευσης.

Οι απαγορεύσεις αυτές δεν ισχύουν για τη χρήση των ακόλουθων τροφίμων και πρωτεϊνών οι οποίες, ενδεχομένως, έχουν μεταποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 σχετικά με τα ζωικά προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο:

  • για τη διατροφή των μη μηρυκαστικών ζώων, τα ιχθυάλευρα, οι πρωτεΐνες που έχουν υποστεί υδρόλυση που παράγονται από μη μηρυκαστικά και από δορές μηρυκαστικών, το όξινο και μη όξινο φωσφορικό ασβέστιο·
  • στη διατροφή των μηρυκαστικών, το γάλα, τα προϊόντα με βάση το γάλα και το πρωτόγαλα, τα αυγά και τα προϊόντα με βάση τα αυγά, την ζελατίνη που προέρχεται από μη μηρυκαστικά·
  • στη διατροφή των ψαριών, τα προϊόντα αίματος και τα άλευρα με βάση το αίμα από μη μηρυκαστικά.

Από την 1η Νοεμβρίου 2003, τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή τον ενημερωμένο κατάλογο των σφαγείων τα οποία έχει εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα οποία δεν σφάζουν μηρυκαστικά. Διαβιβάζουν επίσης κατάλογο των εγκεκριμένων εγκαταστάσεων για την παραγωγή των ζωοτροφών και των πρωτεϊνών που αναφέρονται λεπτομερώς παραπάνω.

Η εξαγωγή προς τρίτη χώρα μεταποιημένων ζωικών πρωτεϊνών που προέρχονται από μηρυκαστικά και προϊόντων που περιέχουν τέτοιες πρωτεΐνες πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της νομοθεσίας που ισχύει στο κοινοτικό έδαφος. Εκ των προτέρων και γραπτώς, η τρίτη χώρα προορισμού αναλαμβάνει την υποχρέωση να χρησιμοποιήσει και / ή να επανεξαγάγει τα προϊόντα αποκλειστικά για την τελική χρήση για την οποία προορίζονται. Το κράτος μέλος το οποίο εγκρίνει την εξαγωγή πληροφορεί σχετικά τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.

Η νομοθεσία για τα ζωικά απόβλητα βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της απαγόρευσης των «ζωικών αλεύρων». Για τον σκοπό αυτό, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1774/2002 [Επίσημη Εφημερίδα L 273, 10.10.2002] σχετικά με τα ζωικά προϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο εφαρμόζεται από το Μάιο του 2003. Ο κανονισμός αυτός ορίζει αυστηρά μέτρα ελέγχου για τη συλλογή, τη μεταφορά, την αποθήκευση, τον εν γένει χειρισμό και την τελική διάθεση 16 εκατ. τόνων ακατάλληλων για κατανάλωση υλικών που παράγονται κάθε χρόνο. Προβλέπει επίσης την απαγόρευση της ανακύκλωσης σφαγίων εντός του είδους προκειμένου να αποφευχθεί ο κανιβαλισμός.

Έρευνα και ανάπτυξη σχετικά με τη ΣΕΒ

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδοτεί έρευνες για την ΣΕΒ από το 1990. Αυτή η προσπάθεια έρευνας εντατικοποιήθηκε γρήγορα και ουσιαστικά ύστερα από ανακοίνωση της βρετανικής κυβέρνησης, το Μάρτιο του 1996, σύμφωνα με την οποία υπήρχε ενδεχόμενο η εμφάνιση δέκα περιστατικών της νέας μορφής της νόσου Creutzfeldt-Jakob να συνδέεται με την έκθεση στη ΣΕΒ.

Τον Απρίλιο του 1996, η Επιτροπή κάλεσε τον καθηγητή Charles Weissmann να αναλάβει καθήκοντα προέδρου της ομάδας που ανέλαβε να διενεργήσει απογραφή των γνώσεων γύρω από την ΣΕΒ και να προτείνει προτεραιότητες για την έρευνα στο μέλλον. Η έκθεση του καθηγητή Weissmann, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, χρησίμευσε ως βάση για μια ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο [COM(96)582 τελικό] που πρότεινε ένα σχέδιο δράσης για τις ΜΣΕ. Αυτό το σχέδιο δράσης συνεκτιμούσε, επίσης, τις συστάσεις της διακλαδικής επιστημονικής επιτροπής καθώς και τις τρέχουσες έρευνες σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο. Το σχέδιο περιελάμβανε δύο επίπεδα:

  • το συντονισμό των δραστηριοτήτων ανάμεσα στα κράτη μέλη, με σκοπό την εναρμόνιση της συλλογής στοιχείων και των διαγνωστικών κριτηρίων·
  • ειδική πρόσκληση υποβολής προτάσεων για την τόνωση των προσπαθειών έρευνας σε κοινοτικό επίπεδο.

Η πρώτη από τις τρεις προσκλήσεις υποβολής ερευνητικών προτάσεων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας αυτής δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1996 και η τελευταία τον Μάρτιο του 1998. Συνολικά ανατέθηκαν 54 σχέδια στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου δράσης, ενώ η συνολική ενίσχυση ανήλθε σε 50,7 εκατομμύρια ευρώ. Η ενίσχυση προήλθε από τα προγράμματα BIOMED, BIOTECH και FAIR. Το σχέδιο δράσης είχε ως αποτέλεσμα εξαιρετική κινητοποίηση εμπειρογνωμοσύνης σε ευρύ φάσμα επιστημονικών κλάδων από περισσότερα από 120 εργαστήρια σε όλα τα κράτη μέλη και τις συνδεδεμένες χώρες.

Το Νοέμβριο του 2000, το Συμβούλιο των Υπουργών Έρευνας και Ανάπτυξης ζήτησε από την Επιτροπή να συστήσει ομάδα εμπειρογνωμόνων για τις ΜΣΕ με εντολή να εξετάσει την κατάσταση όσον αφορά την έρευνα για τις ΜΣΕ, να ενθαρρύνει την ανταλλαγή επιστημονικών πληροφοριών ανάμεσα στις ερευνητικές ομάδες, και να προσδιορίσει τις ερευνητικές δραστηριότητες που χρειάζεται να ενισχυθούν, καθώς και τις νέες ερευνητικές δραστηριότητες που πρέπει να δρομολογηθούν. Η ομάδα αποτελείται από εκπροσώπους που έχουν διορίσει τα κράτη μέλη και οι συνδεδεμένες χώρες, ορισμένα μέλη της ομάδας ad hoc για τις ΜΣΕ/τη ΣΕΒ της επιστημονικής συντονιστικής επιτροπής (ΕΣΕ) και ορισμένους συντονιστές ερευνητικών σχεδίων της ΕΕ. Τον Απρίλιο του 2002 η ομάδα διευρύνθηκε προκειμένου να συμπεριλάβει μέλη από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Ανάμεσα στους στόχους του σχεδίου δράσης [COM(96)582 τελικό] ήταν και η επέκταση και ο τακτικός εκσυγχρονισμός του καταλόγου των δραστηριοτήτων έρευνας στα κράτη μέλη. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή δημοσίευσε ειδική ανακοίνωση [COM(2001) 323 τελικό].

Τον Απρίλιο του 2001, μια ανάλυση της πιο πρόσφατης έκδοσης της «έκθεσης Weismann» είχε ως αποτέλεσμα τη δρομολόγηση ειδικής πρόσκλησης υποβολής προτάσεων, με στόχο να καλυφθούν τα κενά στις ευρωπαϊκές ερευνητικές δραστηριότητες για τις ΜΣΕ. Με την πρόσκληση αυτή ανατέθηκαν συνολικά 15 νέα σχέδια έρευνας, η ενίσχυση των οποίων ανέρχεται σε 21 εκατομμύρια ευρώ. Συνολικά, το πέμπτο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας και ανάπτυξης (1998-2002) έχει κατά συνέπεια στηρίξει 26 σχέδια με ποσό κοινοτικής συνδρομής που προσεγγίζει τα 30 εκατ. ευρώ: 11 ερευνητικά σχέδια χρηματοδοτούμενα με βάση γενικές προσκλήσεις υποβολής προτάσεων και 15 χρηματοδοτούμενα με βάση την ειδική πρόσκληση του 2001.

Το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2002-2006) προβλέπει μεταξύ των τομέων δραστηριότητάς του, ενέργειες στον τομέα της «Ποιότητας και ασφάλειας των τροφίμων», για τις οποίες διαθέτει προϋπολογισμό 685 εκατ. ευρώ. Ο οριζόντιος στόχος είναι να δημιουργηθούν οι επιστημονικές και τεχνολογικές βάσεις που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη φιλικής προς το περιβάλλον αλυσίδας παραγωγής και διανομής περισσότερο ασφαλών, υγιεινών και ποικίλων τροφίμων. Αυτή είναι η πτυχή που θα συμμετάσχει στη χρηματοδότηση της έρευνας για τις ΜΣΕ.

Διεθνής διάσταση και διεύρυνση

Στη διάρκεια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όλες οι υποψήφιες χώρες δεσμεύτηκαν να τηρήσουν πλήρως τους κοινοτικούς κανόνες για την καταπολέμηση της ΣΕΒ. Πραγματοποίησαν δε ουσιαστικές προόδους: ήδη όλες οι υποψήφιες χώρες αποσύρουν τα ειδικά υλικά κινδύνου από τη διατροφική αλυσίδα, ενώ οι περισσότερες ελέγχουν όλα τα υγιή βοοειδή ηλικίας άνω των 30 μηνών. Το 2003, το 40 % των κτηνιατρικών επιθεωρήσεων του Γραφείου Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων [ΓΤΚΘ (esdeenfr)] θα πραγματοποιηθούν στα μελλοντικά κράτη μέλη, έτσι ώστε να ελεγχθούν τα μέτρα που έχουν ληφθεί στον τομέα της ασφάλειας των τροφίμων, μεταξύ αυτών και τα μέτρα καταπολέμησης της ΣΕΒ. Εξάλλου, η Επιτροπή συγχρηματοδοτεί τα σετ ταχείας διάγνωσης και παρέχει τεχνική συνδρομή στο πλαίσιο του προγράμματος Phare.

Σε διεθνές επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναπτύξει στενή συνεργασία με τους εξής διεθνείς οργανισμούς: Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), Οργανισμός Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) και Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών (ΔΓΕ).

Από το 1991, η ΠΟΥ έχει διοργανώσει 11 επιστημονικές διαβουλεύσεις για θέματα που αφορούν τις ΜΣΕ στον άνθρωπο και στα ζώα. Η ομάδα των ανεξάρτητων ειδικών που συγκρότησε η ΠΟΥ επικαιροποιεί συνεχώς τις γνώσεις, στο μέτρο που προκύπτουν νέες επιστημονικές πληροφορίες. Έχει δημιουργηθεί ένα ουδέτερο φόρουμ με στόχο να εξετάσει, να αξιολογήσει και να συζητήσει επιστημονικά ζητήματα σχετικά με τις ΜΣΕ. Η ΠΟΥ ενθαρρύνει τις έρευνες σε αυτό τον τομέα μέσω της δημοσίευσης καταλόγου με 11 τομείς προτεραιότητας, ιδίως σχετικά με τις έγκαιρες διαγνώσεις και την επιδημιολογία. Τέλος, η οργάνωση βοηθά στην ανάπτυξη της συστηματικής επιτήρησης της ασθένειας Creutzfeldt-Jakob και των διαφόρων μορφών της, με στόχο την καλύτερη κατανόηση της γεωγραφικής της κατανομής στον κόσμο. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν στο κεφάλαιο για τη ΣΕΒ (ES) (EN) (FR) στο δικτυακό τόπο της ΠΟΥ.

Στο πλαίσιο του FAO, υπάρχει από το 1990 συμβουλευτική επιτροπή για την ΣΕΒ. Σε συνεργασία με την ΠΟΥ και το ΔΓΕ, η επιτροπή αυτή οργανώνει, σε περιοδική βάση, συνεδριάσεις επιστημονικών εμπειρογνωμόνων που καταγράφουν την πρόοδο των ερευνών που διεξάγονται για το θέμα.

Με έδρα το Παρίσι, το Διεθνές Γραφείο Επιζωοτιών (ΔΓΕ) (ES) (EN) (FR) είναι ο διεθνής οργανισμός για την υγεία των ζώων από το 1924. Στόχος του είναι να εγγυάται τη διαφάνεια σε ό,τι αφορά την κατάσταση των ασθενειών των ζώων στον κόσμο, και ιδίως της ΣΕΒ. Συγκεντρώνει, αναλύει και διαδίδει κτηνιατρικές επιστημονικές πληροφορίες και διαθέτει διεθνείς ειδικές γνώσεις για τον έλεγχο των ασθενειών των ζώων. Εξασφαλίζει την υγειονομική ασφάλεια του διεθνούς εμπορίου καταρτίζοντας υγειονομικούς κανόνες για τις διεθνείς ανταλλαγές ζώων και προϊόντων ζωικής προέλευσης.

See also

Συμπληρωματικές πληροφορίες

Ευρωπαϊκή Επιτροπή: δικτυακός τόπος «Ασφάλεια των τροφίμων» της Γενικής Διεύθυνσης «Προστασία των καταναλωτών»·

- Δικτυακός τόπος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης («Απασχόληση, κοινωνική πολιτική, υγεία και καταναλωτές», «Γεωργία και αλιεία»)·

- Ευρωπαϊκή Αρχή για την ασφάλεια των τροφίμων (ΕΑΑΤ) (DE) (EN) (FR) (IT).

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 08.04.2008

Top