EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Πολωνία

1) ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

Γνώμη της Επιτροπής [COM(97) 2005 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(98) 701 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(1999) 509 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2000) 709 τελικό - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2001) 700 τελικό - SEC(2001) 1752 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Έκθεση της Επιτροπής [COM(2002) 700 τελικό - SEC(2002) 1408 - Δεν έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα]

Συνθήκη προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Επίσημη Εφημερίδα L 236 της 23.09.2003]

2) ΣΥΝΟΨΗ

Όσον αφορά την αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων και επαγγελματικών προσόντων, στη γνωμοδότηση του Ιουλίου 1997 κρίθηκε ότι η συμμόρφωση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μεσοπρόθεσμα, εάν εντείνονταν οι ήδη καταβαλλόμενες προσπάθειες. Στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων, απαιτούνταν σημαντικές προσπάθειες για τη μεσοπρόθεσμη επίλυση των ζητημάτων που εκκρεμούν. Όσον αφορά τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις (ΔΕΥ), η Πολωνία, με την επιφύλαξη ότι θα καταβληθεί έντονη προσπάθεια για τη βελτίωση της κατάστασής της, αναμενόταν ότι θα είναι σε θέση να συμμορφωθεί με τους ισχύοντες στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) κανόνες, τα αμέσως επόμενα χρόνια.

Στην έκθεση του Νοεμβρίου 1998 εκτιμάτο ότι η Πολωνία είχε σημειώσει γενικά προόδους σε όλους τους τομείς, εκτός από την καταπολέμηση των ναρκωτικών. Ωστόσο θα πρέπει να καταβληθούν επιπλέον προσπάθειες για να επιτευχθούν οι μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εταιρικής σχέσης για την προσχώρηση για να θεσπισθούν γρήγορα τα απαραίτητα νομοθετικά κείμενα, καθώς και για να επιτευχθεί καλύτερη διοικητική οργάνωση και να ενισχυθούν τα διαθέσιμα μέσα, ιδίως στον τομέα του ασύλου και της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος.

Στην έκθεση του Οκτωβρίου 1999, αντίθετα υπογραμμιζόταν ότι η πρόοδος που σημειώθηκε στο νομοθετικό επίπεδο στον τομέα αυτό ήταν ελάχιστη. Η Πολωνία έπρεπε να καλύψει βραχυπρόθεσμα μεγάλα κενά, ιδίως όσον αφορά τη νομοθεσία για τους αλλοδαπούς. Θα έπρεπε επίσης να καταβληθούν προσπάθειες όσον αφορά τη σύναψη συμφωνιών επανεισδοχής και την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών. Επίσης, θα έπρεπε να βελτιωθούν οι διοικητικές δομές όσον αφορά τους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους. Θα έπρεπε επίσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας διεθνώς στον δικαστικό και αστυνομικό τομέα.

Η έκθεση του Νοεμβρίου 2000 διαπίστωσε ότι σημειώθηκε πρόοδος σχεδόν σε όλους τους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων. Ωστόσο, ήταν αναγκαίες συμπληρωματικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της διαφθοράς η οποία, αποτελούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα της πολωνικής διοίκησης.

Η Επιτροπή, στην έκθεση του Νοεμβρίου 2001, διαπίστωσε ότι η πρόοδος σε ό,τι αφορά τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις ήταν ενθαρρυντική, κυρίως σε ό,τι αφορά τους συνοριακούς ελέγχους, την αστυνομική συνεργασία, την προστασία των δεδομένων, τις θεωρήσεις εισόδου και τη μετανάστευση. Ωστόσο, η Επιτροπή κάλεσε την Πολωνία να συνεχίσει τις προσπάθειές της σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς, καθώς και τη δικαστική συνεργασία.

Η έκθεση του Οκτωβρίου 2002 διαπιστώνει ότι η Πολωνία πραγματοποίησε πολύ σημαντικές προόδους, εφόσον το κύριο μέρος της νομοθεσίας μεταφέρθηκε. Πρόοδοι επισημάνθηκαν επίσης όσον αφορά την εφαρμογή των απαραίτητων διοικητικών ικανοτήτων, αλλά παραμένουν να γίνουν προσπάθειες σε κάθε έναν από τους τομείς που εμπίπτουν στην ΔΕΥ.

Η συνθήκη προσχώρησης υπογράφηκε στις 16 Απριλίου 2003 και η προσχώρηση πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

Η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων

Η αρχή ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των Ευρωπαίων πολιτών προβλέπεται από το άρθρο 14 (πρώην άρθρο 7 Α) της συνθήκης, καθώς και από τις διατάξεις σχετικά με την ευρωπαϊκή ιθαγένεια (άρθρο 18, πρώην άρθρο 8 Α). Η συνθήκη του Μάαστριχτ έθεσε μεταξύ των θεμάτων κοινού συμφέροντος για τα κράτη μέλη την πολιτική για το άσυλο, την διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και την πολιτική μετανάστευσης. Η συνθήκη του Άμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999, περιέλαβε τα θέματα αυτά στη συνθήκη ΕΚ (άρθρα 61 έως 69), προβλέποντας παράλληλα μεταβατική περίοδο πέντε ετών πριν από την πλήρη εφαρμογή των κοινοτικών διαδικασιών. Μακροπρόθεσμα, πρόκειται για τη δημιουργία ενός « χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης » χωρίς ελέγχους των προσώπων στα εσωτερικά σύνορα, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Παράλληλα, θα τεθούν σε εφαρμογή κοινοί κανόνες για τους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, τις θεωρήσεις, τις πολιτικές παροχής ασύλου και τη μετανάστευση. Το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, ορίζει χρονοδιάγραμμα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την επίτευξη των στόχων αυτών τα επόμενα πέντε έτη.

Ορισμένα κράτη μέλη εφαρμόζουν ήδη κοινούς κανόνες στους τομείς αυτούς, χάρη στις συμφωνίες του Σένγκεν από τις οποίες η πρώτη υπογράφηκε το 1985. Οι διακυβερνητικές αυτές συμφωνίες ενσωματώθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ και αποτελούν έκτοτε μέρος του κοινοτικού κεκτημένου που πρέπει να υιοθετήσουν οι υποψήφιες χώρες.

Η Πολωνία δήλωσε ότι θέλει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις της συμφωνίας του Σένγκεν. Έχει αρχίσει να προετοιμάζεται ως προς αυτό και ζήτησε τη βοήθεια των κρατών μελών, ιδίως όσον αφορά την ενίσχυση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα.

Η πολιτική για το άσυλο

Η ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα του ασύλου, θέμα κοινού ενδιαφέροντος για τα κράτη μέλη, μετά τη συνθήκη του Μάαστριχ - βασίζεται κυρίως σε μέσα χωρίς νομική ισχύ όπως, π.χ. τα ψηφίσματα του Λονδίνου του 1992 για τις προφανώς μη αβάσιμες αιτήσεις ασύλου και την αρχή των «τρίτων χωρών υποδοχής» (Host third countries), ή σε διεθνείς συμβάσεις όπως, π.χ., η Σύμβαση της Γενεύης του 1951, σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων.

Στο πλαίσιο των συμφωνιών του Σένγκεν, τα κράτη μέλη υπέγραψαν στις 15 Ιουνίου του 1990, τη Σύμβαση του Δουβλίνου, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με τον καθορισμό του αρμόδιου κράτους για την εξέταση αίτησης ασύλου που έχει υποβληθεί σε ένα από τα κράτη μέλη της Ένωσης. Το θέμα αυτό δεν διευθετήθηκε από την Σύμβαση της Γενεύης. Στη συνέχεια, η επιτροπή που συστάθηκε από τη σύμβαση αυτή εξέδωσε διάφορα μέτρα εφαρμογής.

Εκτός από το σχέδιο δράσης της Επιτροπής και του Συμβουλίου της 3ης Σεπτεμβρίου 1998, απαιτείται υιοθέτηση σφαιρικής στρατηγικής. Το Συμβούλιο σύστησε επομένως μια «task force» για το άσυλο και τη μετανάστευση για να ασχοληθεί με το θέμα αυτό.

Η πολιτική για τη μετανάστευση

Η πολιτική για τη μετανάστευση, θέμα κοινού συμφέροντος μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ το οποίο εξαρτάται από τη διακυβερνητική συνεργασία στον τομέα των εσωτερικών υποθέσεων δεν υφίσταται ακόμη πραγματικά ως ευρωπαϊκή πολιτική. Δεν έχει θεσπιστεί κανένας κανόνας για την είσοδο και την παραμονή στο έδαφος της Ένωσης υπηκόων τρίτων χωρών. Ωστόσο, το σχέδιο δράσης της 3ης Δεκεμβρίου 1998 προβλέπει τη θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων στον τομέα αυτόν.

Δικαστική συνεργασία στις αστικές υποθέσεις

Λίγα μέτρα έχουν θεσπιστεί στον τομέα αυτόν, στον οποίο η ΕΕ μπορεί να δρα από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά. Το σημαντικότερο μέχρι σήμερα είναι η Σύμβαση για την επίδοση και την κοινοποίηση εμπορικών και νομικών πράξεων στην ΕΕ. Μετά την έναρξη ισχύος της συνθήκης του Άμστερνταμ, η σύμβαση αποτελεί σήμερα αντικείμενο πρότασης κανονισμού. Τα κύρια μέσα για τη διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας για αστικές υποθέσεις έχουν θεσπισθεί σε διεθνές επίπεδο (π.χ. συμβάσεις των Βρυξελλών και της Ρώμης).

Εξάλλου τον Δεκέμβριο του 1998 το σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής όρισε πίνακα των προς επίτευξη στόχων μεσοπρόθεσμα (δύο έτη) και μακροπρόθεσμα (πέντε έτη) και τον πίνακα των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την υλοποίησή τους.

Αστυνομική, τελωνειακή και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

Το κεκτημένο στους τομείς αυτούς προέρχεται κυρίως από το πλαίσιο συνεργασίας που ορίζεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή « τρίτο πυλώνα ». Με τη συνθήκη του Άμστερνταμ τροποποιήθηκαν οι σχετικές νομικές διατάξεις. Έκτοτε, ο τίτλος VI αφορά κυρίως την αστυνομική συνεργασία, την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου ναρκωτικών, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης, την δικαστική συνεργασία στις ποινικές υποθέσεις και την τελωνειακή συνεργασία. Διατηρούνται οι διακυβερνητικές διαδικασίες που καθορίστηκαν από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1993.

Το κοινοτικό κεκτημένο στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων προϋποθέτει υψηλό βαθμό συγκεκριμένης συνεργασίας μεταξύ των διοικήσεων, καθώς και την θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων και την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή των ΕΚ και το Συμβούλιο της Ευρώπης χρηματοδότησαν ένα πρώτο πρόγραμμα «Octopus» μεταξύ του 1996 και του 1998. Το «Octapus II» (1999-2000) επιθυμεί να διευκολύνει την θέσπιση νέων νομοθετικών και θεσμικών μέτρων από τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και από ορισμένα νέα ανεξάρτητα κράτη, στο πρότυπο των εν ισχύ κανόνων στην ΕΕ με την παροχή κατάρτισης και αρωγής σε όλα τα άτομα που έχουν αναλάβει την αντιμετώπιση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος. Επιπλέον, στις 28 Μαΐου 1998 υπογράφθηκε μεταξύ της ΕΕ και των ΧΚΑΕ σύμφωνο καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος.

Στο πλαίσιο της Ένωσης, σχέδιο δράσης του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 3ης Δεκεμβρίου 1998, αναφέρει τα διάφορα μέτρα που θα πρέπει να θεσπισθούν βραχυπρόθεσμα (δύο έτη) και μεσοπρόθεσμα (πέντε έτη) για να καθιερωθεί ένας πραγματικός χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αστυνομικής υπηρεσίας (Europol), συγκεκριμένα την οργάνωση σχέσεων μεταξύ της Europol και των δικαστικών αρχών των κρατών μελών, την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στον τομέα της πολιτικής και τελωνειακής συνεργασίας και την οργάνωση της συλλογής και της διατήρησης των απαραίτητων πληροφοριών στον τομέα της διασυνοριακής εγκληματικότητας.

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης και το Λευκό Βιβλίο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την εσωτερική αγορά

Η ευρωπαϊκή συμφωνία σύνδεσης με τη Πολωνία περιλαμβάνει διατάξεις συνεργασίας για την καταπολέμηση της τοξικομανίας και της νομιμοποίησης παρανόμων προσόδων («Ξέπλυμα παράνομου χρήματος»).

Το Λευκό Βιβλίο για τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την εσωτερική αγορά δεν ασχολείται άμεσα με τον τρίτο πυλώνα, αναφέρεται όμως σε ζητήματα όπως «το ξέπλυμα παράνομου χρήματος» και η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, τα οποία συνδέονται στενά με την ανησυχία του τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η τροποποίηση του νόμου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που άρχισε να ισχύει τον Αύγουστο 2001 επέτρεψε στην Πολωνία να προσεγγίσει σημαντικά το κοινοτικό κεκτημένο. Η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 για την προστασία των προσώπων έναντι της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επικυρώθηκε τον Μάιο του 2002 και άρχισε να ισχύει τον Σεπτέμβριο του 2002.

Η τροποποίηση του νόμου περί αλλοδαπών, που τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο 2001, επέτρεψε στην Πολωνία να ολοκληρώσει την ευθυγράμμισή της με το κεκτημένο της Ένωσης. Επιπλέον, η Πολωνία έθεσε τέλος στο καθεστώς εξαίρεσης θεωρήσεων εισόδου με πολλές χώρες (Ρωσία, Λευκορωσία, Ουκρανία, Γεωργία, Καζακστάν, Μολδαβία, Μογγολία, Αζερμπαϊτζάν κ.λπ.). Μια μονάδα συντονισμού επιφορτισμένη με την προετοιμασία της εισαγωγής του συστήματος θεωρήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης συστάθηκε τον Δεκέμβριο του 2001,

Όσον αφορά τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και την ευθυγράμμιση με το κεκτημένο του Σένγκεν, η Πολωνία πραγματοποίησε σταθερή και σημαντική πρόοδο, έστω και αν σημαντικές οικονομικές δυσχέρειες επιβάρυναν την υλοποίηση των προβλεπόμενων βελτιώσεων. Τον Αύγουστο του 2001, ένα σχέδιο δράσης Σένγκεν εκδόθηκε για την ολοκλήρωση της στρατηγικής τής διαχείρισης των συνόρων. Οι τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στον νόμο του 1990 σχετικά με το γραφείο συνοριακών φρουρών προβλέπουν την επέκταση των εξουσιών των συνοριακών φρουρών καθώς και νέες αρμοδιότητες (επιχειρησιακές εξουσίες για την προστασία των συνόρων, για την καταπολέμηση της διαφθοράς κ.λπ.). Επιπλέον, άρχισαν οι εργασίες εισαγωγής του SIS (Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν). Ένα από τα βασικά στοιχεία της εφαρμογής του σχεδίου δράσης Σένγκεν, κυρίως ο διαχωρισμός μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής κυκλοφορίας στα αεροδρόμια και στους θαλάσσιους λιμένες σημειώνει αργή πρόοδο. Μόνο τρία αεροδρόμια επιλέχθηκαν για επαναδιευθέτηση.

Η εφαρμογή μιας νέας αντίληψης για την επαγγελματική κατάρτιση ξεκίνησε τον Μάιο του 2002. Πάντως, οι προσλήψεις παραμένουν σημαντικό πρόβλημα και ένα αδύνατο σημείο του σώματος συνοροφυλάκων.

Η τροποποίηση του νόμου περί αλλοδαπών είχε θετικά αποτελέσματα στην πολιτική μετανάστευσης, καθώς και στην πολιτική ασύλου. Σχετικά με τη μετανάστευση, οι πιο σημαντικές τροποποιήσεις αφορούν την άδεια παραμονής για τους γονείς, τους όρους της οικογενειακής επανένωσης, την απέλαση, την υποδοχή λόγω σπουδών ή εργασίας. Από το 2001, η Πολωνία σε μεγάλο βαθμό έχει συμμορφωθεί προς το κεκτημένο στον τομέα αυτό. Στον τομέα του ασύλου ορίστηκαν κατά τρόπο σαφή ορισμένες έννοιες όπως η πρόδηλα αβάσιμη αίτηση, οι ανήλικοι χωρίς συνοδεία και η ασφάλεια των χωρών προέλευσης. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε πρόοδος ενόψει της ένταξης στη σύμβαση του Δουβλίνου και εισάχθηκε για τους αιτούντες άσυλο μια μορφή προσωρινής προστασίας. Υπογράφηκαν συμφωνίες επανεισδοχής με την Ισπανία και την Αυστρία τον Μάιο του 2002 και τον Ιούνιο του 2002 αντιστοίχως.

Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος αναγνωρίστηκε ως προτεραιότητα στην Πολωνία. Γι' αυτόν το σκοπό, ο νόμος περί αστυνομίας τροποποιήθηκε τον Αύγουστο 2001 ώστε να χορηγούνται περισσότερα επιχειρησιακά μέσα στην αστυνομία (εξουσιοδότηση για επαλήθευση των τραπεζικών και ασφαλιστικών λογαριασμών των υπόπτων). Σημαντική πρόοδος πραγματοποιήθηκε στον εφοδιασμό των αστυνομικών δυνάμεων με σύγχρονο τεχνολογικό εξοπλισμό (το αυτοματοποιημένο σύστημα ανίχνευσης των δακτυλικών αποτυπωμάτων που συστάθηκε σε κεντρικό επίπεδο, επεκτάθηκε στη συνέχεια σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο). Το κεντρικό γραφείο, που συστάθηκε το 2000, ανακάλυψε 158 εγκληματικές οργανώσεις και εκπροσωπεί σήμερα ένα κεντρικό στοιχείο της καταπολέμησης του εγκλήματος.

Ο νόμος για τη συλλογή, την επεξεργασία και τη μετάδοση των πληροφοριών ποινικού χαρακτήρα σύστησε ένα εθνικό κέντρο πληροφοριών που εξασφαλίζει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των πολωνικών υπηρεσιών καταστολής.

Μετά την υπογραφή μιας συμφωνίας σύνδεσης με την Europol, αποσπάσθηκε μόνιμα στην Europol, ως σύνδεσμος, ένας πολωνός αξιωματικός. Τον Νοέμβριο του 2001, συστάθηκε μια νέα μονάδα οργανωτικής συνεργασίας με την Europol στο πλαίσιο της διεθνούς υπηρεσίας αστυνομικής συνεργασίας. Η συμφωνία συνεργασίας τελικά επικυρώθηκε τον Ιούλιο του 2002. Συμφωνίες συνεργασίες υπογράφτηκαν επίσης με την Ισπανία, το Βέλγιο, τη Λιθουανία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία και την Ουκρανία. Τέλος, το σχέδιο καταπολέμησης του κοινού εγκλήματος (κλοπή αυτοκινήτων, διαρρήξεις, κλοπές με προσωπική επίθεση κ.λπ.) άρχισε τον Φεβρουάριο 2001. Η Πολωνία επικύρωσε, τον Νοέμβριο του 2001, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος του 2000 (es de en fr)· η χώρα υπέγραψε αλλά δεν επικύρωσε δύο από τα τρία πρωτόκολλα (διακίνηση γυναικών και παιδιών και μεταναστών) και δεν υπέγραψε το τρίτο σχετικά με τη διακίνηση όπλων.

Όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης και της διαφθοράς, η Πολωνία έθεσε σε εφαρμογή το μεγαλύτερο μέρος των διατάξεων που απαιτούνται για την υλοποίηση αποτελεσματικών δράσεων. Τον Δεκέμβριο 2000 τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος που προβλέπει τροποποιήσεις του ποινικού κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας, του νόμου για την πάταξη του αθέμιτου ανταγωνισμού, του νόμου περί δημόσιας τάξης και του νόμου περί τραπεζικών δραστηριοτήτων. Τον Σεπτέμβριο 2002 επικύρωσε τη σύμβαση αστικού δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη διαφθορά (1999). Το Συμβούλιο των Υπουργών ενέκρινε μια στρατηγική για την καταπολέμηση της διαφθοράς τον Σεπτέμβριο του 2002. Ωστόσο, η Πολωνία πρέπει ακόμα να επικυρώσει τη σύμβαση του 1995 περί προστασίας των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων καθώς και τη σύμβαση του 1997 περί καταπολεμήσεως της δωροδοκίας στην οποία ενέχονται υπάλληλοι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Τον Μάρτιο 2001 τέθηκε σε ισχύ ο νόμος που αφορά τη δημιουργία ενός συμβουλίου για την καταπολέμηση της τοξικομανίας. Το συμβούλιο άρχισε να λειτουργεί τον Ιούνιο του 2002. Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο 2001, η Πολωνία προέβλεψε τη δημιουργία ενός εθνικού κομβικού σημείου συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΚΠΝΤ). Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι αν και η Πολωνία επικύρωσε όλες τις διεθνείς συμβάσεις που προβλέπονται για το κεκτημένο όσον αφορά την καταπολέμηση των ναρκωτικών, ο αριθμός των χρηστών ναρκωτικών αυξήθηκε σταθερά σε αυτή τη χώρα. Επιπλέον, η Πολωνία εξακολουθεί να είναι σημαντικός παραγωγός ναρκωτικών. Για να αντιμετωπιστεί η απειλή αυτή, εγκρίθηκε μια νέα στρατηγική για την καταπολέμηση των ναρκωτικών τον Ιούλιο του 2002.

Ο νόμος για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που θεσπίστηκε τον Σεπτέμβριο 2000, προβλέπει τη σύσταση μιας οριζόντιας δομής επιφορτισμένης με τη συλλογή, την επεξεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις οικονομικές συναλλαγές. Σε διεθνές επίπεδο, η χώρα ξεκίνησε μια συνεργασία με την ομάδα Egmont, το Συμβούλιο της Ευρώπης και την ομάδα εργασίας για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος στην περιοχή της Βαλτικής. Εξάλλου, η Πολωνία υπέγραψε μια συμφωνία συνεργασίας με την Τσεχική Δημοκρατία.

Κατά τη διάρκεια του έτους 2000 συστάθηκαν δέκα νέες ομάδες εργασίας (γραφείο κρατικής ασφάλειας, φορολογικό συμβούλιο κ.λπ.) για την τελωνειακή συνεργασία. Τον Απρίλιο του 2002, οι πολωνικές αρχές συνήψαν τρία πρωτόκολλα συμφωνίας με οργανώσεις επιχειρήσεων για την καταπολέμηση της εμπορίας ναρκωτικών. Οι διαπραγματεύσεις των συμφωνιών αμοιβαίας συνδρομής συνεχίζονται με ορισμένες χώρες. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη τομείς που πρέπει να βελτιωθούν, κυρίως η ανάλυση των κινδύνων καθώς και η συνεργασία μεταξύ της συνοριακής αστυνομίας και των τελωνείων που παραμένουν περιορισμένες.

Όσον αφορά τη δικαστική συνεργασία, ο νέος κώδικας εμπορίου τέθηκε σε ισχύ τον Οκτώβριο 2000. Τον Αύγουστο 2001 τροποποιήθηκαν ο ποινικός κώδικας και ο κώδικας ποινικής δικονομίας για να διευκολύνουν την ένταξη της Πολωνίας στη σύμβαση του 1995 σχετικά με τη διαδικασία απέλασης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καταβλήθηκαν αξιοσημείωτες προσπάθειες για τον εφοδιασμό του δικαστικού σώματος με τα κατάλληλα μέσα πληροφορικής. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης συνεχίζει να ασκεί διοικητικές εξουσίες επί του δικαστικού σώματος, γεγονός που κινδυνεύει να θέσει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Με έναρξη ισχύος τον Οκτώβριο του 2001, ο νόμος για τη σύσταση κοινών δικαστηρίων οργανώνει καλύτερα την απόσπαση δικαστών σε άλλα θεσμικά όργανα. Τα σχέδια για τη σύσταση ενός πολωνικού δικαστικού δικτύου που θα αποτελέσει τμήμα του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου μετά την προσχώρηση ολοκληρώθηκαν. Ο εισαγγελέας διορίστηκε τον Απρίλιο του 2002 ως πρόσωπο επαφής για τη συνεργασία με την Eurojust.

Η Πολωνία επικύρωσε όλα τα νομικά μέσα σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου στα πλαίσια του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα της δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων.

Ημερομηνία τελευταίας τροποποίησης: 10.12.2002

Top